δοξάζω

δοξάζω
(AM δοξάζω) [δόξα]
1. νομίζω, φρονώ
2. εγκωμιάζω, επαινώ, δοξολογώ
3. τιμώ ως θεό, λατρεύω, προσκυνώ («αυτός μου θεός και δοξάσω αυτόν», ΠΔ)
μσν.- νεοελλ.
κάνω κάποιον ή κάτι ν' αποκτήσει δόξα, τιμή, φήμη («τ' όνομά μου δόξασέ το»)
μσν.
1. τιμώ, γιορτάζω
2. μέσ. προσκυνώ, τιμώ
αρχ.
1. (με σύστ. αντ.) έχω γνώμη, δέχομαι δοξασία
2. (με εμπρόθ. προσδιορισμό) νομίζω, φρονώ, γνωματεύω («οὕτω καὶ σὺ περὶ τῆς ρητορικῆς δοξάζεις», Γοργ.)
3. (με μτχ.) υποθέτω, θαρρώ («δοξάσει τις ἀκούων ὄπα», Αισχ.)
4. διαμορφώνω, διαπλάσσω σχέδιο
5. έχω δική μου γνώμη, θεωρία
6. έχω πίστη που δεν προέρχεται από γνώση (σ' αντίθεση με το γιγνώσκω και το επίσταμαι)
7. τα δοξαζόμενα
πίστεις που στηρίζονται σε εικασίες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • δοξάζω — think pres subj act 1st sg δοξάζω think pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοξάζω — δοξάζω, δόξασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • δοξάζω — δόξασα, δοξάστηκα, δοξασμένος 1. επαινώ, εξυμνώ: Δόξασε την πατρίδα του. 2. ευχαριστώ, ευγνωμονώ, υμνώ: Δοξάζω το Θεό που γλίτωσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δεδοξασμένα — δοξάζω think perf part mp neut nom/voc/acc pl δεδοξασμένᾱ , δοξάζω think perf part mp fem nom/voc/acc dual δεδοξασμένᾱ , δοξάζω think perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοξάζεσθε — δοξάζω think pres imperat mp 2nd pl δοξάζω think pres ind mp 2nd pl δοξάζω think imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοξάζετε — δοξάζω think pres imperat act 2nd pl δοξάζω think pres ind act 2nd pl δοξάζω think imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοξάζῃ — δοξάζω think pres subj mp 2nd sg δοξάζω think pres ind mp 2nd sg δοξάζω think pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοξάξουσι — δοξάζω think aor subj act 3rd pl (epic) δοξάζω think fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) δοξάζω think fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοξάξουσιν — δοξάζω think aor subj act 3rd pl (epic) δοξάζω think fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) δοξάζω think fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοξάσουσι — δοξάζω think aor subj act 3rd pl (epic) δοξάζω think fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) δοξάζω think fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”